- αέτειος
- -α, -ο(Α ἀέτειος, -ον) [ἀετός]λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, όμοια με αυτά τού αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψη κ.λπ.)αρχ.αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος.
Dictionary of Greek. 2013.